- προωστήριος
- α, ον винтовой, гребной;
προωστήριος τροχός — гребное колесо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προωστήριος τροχός — гребное колесо
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προωστήριος — α, ο, Ν αυτός που χρησιμεύει για την πρόωση ή αυτός που προκαλεί πρόωση, ο προωστικός, ο προωθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < προωθώ (πρβλ. πρόωσ η) + επίθημα τήριος (πρβλ. κινη τήριος)] … Dictionary of Greek
προωστικός — ή, ό / προωστικός, ή, όν, ΝΑ [προωθῶ] νεοελλ. 1. ο κατάλληλος για πρόωση ή αυτός που προκαλεί πρόωση, προωστήριος 2. φρ. α) «προωστικό όργανο» τεχνολ. ο προωστήρας β) «απόδοση προωστικού οργάνου» (μηχανολ.) ο λόγος τής αναπτυσσόμενης από το… … Dictionary of Greek